Ιστορική Αναδρομή
Ο όρμος που σχηματίζεται στις δυτικές ακτές της χερσονήσου της Παναγίας χρησιμοποιήθηκε ως λιμάνι από την αρχαιότητα. Η αρχαία ακτογραμμή έφτανε σχεδόν μέχρι το σημερινό ναό του Αγίου Νικολάου. Κατά την περίοδο της αρχαίας Νεάπολης και της βυζαντινής Χριστούπολης, το λιμάνι αποτέλεσε πηγή πλούτου και μέσο επικοινωνίας με τον υπόλοιπο κόσμο, ενώ κατά την οθωμανική περίοδο ήταν το διαμετακομιστικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής. Η περίοδος της ακμής του ήρθε στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου και στις πρώτες του 20ού αιώνα, όταν από εδώ εξάγονταν τεράστιες ποσότητες επεξεργασμένου καπνού. Από τη δεκαετία του 1920 οι προσφυγικοί πληθυσμοί από τη Μικρά Ασία Προποντίδα εισήγαγαν τις μεθόδους της εντατικής αλιείας των παράκτιων περιοχών (γρι – γρι, τράτες, ανεμότρατες) και το λιμάνι έγινε κέντρο μιας αξιόλογης αλιευτικής οικονομίας, τοπικής κλίμακας.
Μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα το λιμάνι ήταν σχεδόν ένας φυσικός όρμος. Η θάλασσα εισχωρούσε αρκετά βαθύτερα στη ξηρά, μέχρι τη σημερινή οδό Βενιζέλου, κατά μήκος της οποίας εκτεινόταν η ακτή, ένα παχύ στρώμα άμμου. Στο ανατολικό μέρος, σχεδόν κάτω από το σημερινό Ναό του Αγίου Νικολάου, υπήρχε και ένα μικρό καρνάγιο. Στα αβαθή νερά του λιμανιού μπορούσαν να προσεγγίσουν μόνο μικρά σκάφη. Τα μεγάλα πλοία άραζαν στα ανοιχτά και η επιβίβαση και αποβίβαση των επιβατών και η φόρτωση και εκφόρτωση των εμπορευμάτων γινόταν με βάρκες και με μαούνες από ξύλινες προβλήτες.
Στα τέλη του 19ου αιώνα οι λιμενικές εγκαταστάσεις ήταν συγκεντρωμένες στη δυτική ακτή της Παναγίας, από τη σημερινή πλατεία Καραολή – Δημητρίου μέχρι τον επιχωματωμένο χώρο του παλιού τελωνείου. Εκεί βρισκόταν η μεγάλη αποβάθρα και οι αποθήκες και παραδίπλα το Λιμεναρχείο, το Υγειονομείο και το Εμποροδικείο. Κατά μήκος της παραλίας προεξείχαν μικροί ξύλινοι μόλοι για την προσέγγιση των μικρών σκαφών και τη μεταφορά των εμπορευμάτων. Όμως το μεγάλο μειονέκτημά του ήταν η έλλειψη ασφάλειας για τα πλοία, τα εμπορεύματα και τους επιβάτες.
Παρά τα αιτήματα του εμπορικού κόσμου, ζήτημα κατασκευής του λιμανιού τέθηκε μόλις το 1912. Μετά από πολλές περιπέτειες, το 1923 – 24 έγινε η τελική μελέτη από τον Άγγελο Γκίνη, καθηγητή του Εθνικού Μετσοβείου Πολυτεχνείου, διαπρεπή λιμενολόγο.
Όμως το Λιμενικό Ταμείο αδυνατούσε να καλύψει τον προϋπολογισμό και έτσι το 1924 η Λιμενική Επιτροπή Καβάλας αποφάσισε, ως προσωρινή λύση ανάγκης, την κατασκευή ενός «λιμενίσκου» στο χώρο του παλιού τελωνείου. Παράλληλα με τα έργα του λιμενίσκου, το 1924 – 1925 επιχωματώθηκε ο χώρος μπροστά στο παλιό Λιμεναρχείο, στην πλατεία Δόξης (σημερινή Καραολή – Δημητρίου) και στο ξενοδοχείο «Κωνσταντινούπολις» και έτσι διαμορφώθηκε η πρώτη προκυμαία. Όλος ο επιχωματωμένος χώρος, έκτασης 23 στρεμμάτων ισοπεδώθηκε, στρώθηκε με κυβόλιθους και ηλεκτροφωτίστηκε. Στη θέση του παλιού ξύλινου μόλου κατασκευάστηκε προβλήτα και στην άκρη της κτίστηκαν 24 μικρά καταστήματα ιχθυοπωλείων.
Το σημερινό λιμάνι άρχισε να κατασκευάζεται το 1929 (3 Νοεμβρίου έγιναν τα εγκαίνια από τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο). Το μεγαλύτερο μέρος κατασκευάστηκε μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1930, αλλά ο υπήνεμος μόλος επιμηκύνθηκε μετά τον πόλεμο. Γύρω στο 1960 επιχωματώθηκε όλος ο χώρος από το εσωτερικό λιμάνι μέχρι το Φάληρο. Στη μεγάλη επίπεδη έκταση της νέας παραλίας, από τη σημερινή οδό Ερυθρού Σταυρού μέχρι τη θάλασσα, βρήκε διέξοδο το πυκνοκατοικημένο κέντρο της πόλης.
Το λιμάνι σήμερα
Η χερσαία ζώνη του λιμανιού είναι το κεντρικό σημείο για την ψυχαγωγία και για την εμπορική, επιχειρηματική και τουριστική δραστηριότητα.
Από τον Οκτώβριο του 2002 η εμπορική κίνηση μεταφέρθηκε στο λιμάνι της Ν. Καρβάλης «Φίλιππος Β’». Σήμερα το κεντρικό λιμάνι της Καβάλας εξυπηρετεί:
-
την επιβατική κίνηση από και προς Θάσο, Λήμνο, Μυτιλήνη και Σαμοθράκη
-
τον τουρισμό
-
τον αλιευτικό στόλο
-
το ναυταθλητισμό
Τα τελευταία χρόνια το λιμάνι της Καβάλας αλλάζει, σημειώνοντας αξιόλογες προσπάθειες ώστε να αποτελέσει κάποια στιγμή την κύρια πύλη της Βαλκανικής στη Μεσόγειο.